ιατροχημικός

ιατροχημικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατροχημεία
2. το αρσ. ως ουσ. ο ιατροχημικός
α) γιατρός και χημικός συγχρόνως
β) γιατρός που εφαρμόζει τα πορίσματα τής χημείας για θεραπευτικούς σκοπούς
γ) γιατρός που εξηγεί τις ζωικές λειτουργίες ως χημικά φαινόμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. iatrochemical ή iatrochemist < iatro- (πρβλ. ιατρός) + chemical (πρβλ. χημικός, -ή, -ό) ή + chemist (πρβλ. χημικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …   Dictionary of Greek

  • Μπανγκ, Ίβαν Κρίστιαν — (Ivan Kristian Bang, 1869 – 1918). Νορβηγός ιατροχημικός και φυσιολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λουντ. Είναι γνωστός για τις έρευνες που έκανε πάνω την ανοσιολογία, καθώς και εκείνες για το γουανιλικό οξύ, τις ιστόνες, τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”