- ιατροχημικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατροχημεία2. το αρσ. ως ουσ. ο ιατροχημικόςα) γιατρός και χημικός συγχρόνωςβ) γιατρός που εφαρμόζει τα πορίσματα τής χημείας για θεραπευτικούς σκοπούςγ) γιατρός που εξηγεί τις ζωικές λειτουργίες ως χημικά φαινόμενα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. iatrochemical ή iatrochemist < iatro- (πρβλ. ιατρός) + chemical (πρβλ. χημικός, -ή, -ό) ή + chemist (πρβλ. χημικός)].
Dictionary of Greek. 2013.